- ἀρχαιοειδής
- ἀρχαιο-ειδής, ές,A old-fashioned, archaic, Demetr.Eloc.245.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχαιοειδής — ἀρχαιοειδής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + ειδής < είδος) … Dictionary of Greek
ἀρχαιοειδές — ἀρχαιοειδής old fashioned masc/fem voc sg ἀρχαιοειδής old fashioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek